- αλεγκρέτο
- (λ. ιταλ.), επίρρ., ρυθμός μεταξύ του αλέγκρο και του αντάντε στη ζωηρότητα και την ευθυμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλεγκρέτο — υποκοριστικό τού επιθέτου allegro όρος που χρησιμοποιείται μόνο στη μουσική (Μουσ.) ένδειξη ρυθμικής αγωγής ή «τέμπο» που συνήθως σημαίνει κάπως λιγότερο γρήγορα και ίσως πιο ανάλαφρα από το αλέγκρο μεταξύ ανταντίνο και αλέγκρο … Dictionary of Greek
αλέγκρο — (allegro).Μουσικός όρος που δηλώνει τον γρήγορο και εύθυμο ρυθμό. Η ταχύτητα του ρυθμού προσδιορίζεται από διάφορους άλλους επεξηγηματικούς όρους, για παράδειγμα a. moderato μετρίως γρήγορα, a. vivo γρήγορα και ζωηρά, a. nonanto όχι πολύ γρήγορα… … Dictionary of Greek
αλλεγκρέτο — αλλέγκρο κ.λπ. βλ. αλεγκρέτο, αλέγκρο κ.λπ … Dictionary of Greek